Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
View word page
συνοπτέον
one must consider, attend to

ShortDef

one must consider, attend to

Debugging

Headword:
συνοπτέον
Headword (normalized):
συνοπτέον
Headword (normalized/stripped):
συνοπτεον
IDX:
85433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85434
Key:

Data

{'content': 'one must consider, attend to'}