Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
View word page
συνοπλίζομαι
to be a companion in arms

ShortDef

to be a companion in arms

Debugging

Headword:
συνοπλίζομαι
Headword (normalized):
συνοπλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοπλιζομαι
IDX:
85429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85430
Key:

Data

{'content': 'to be a companion in arms'}