Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνομονοέω
συνομόνοια
συνομόπλοος
συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
View word page
συνοπαδός
a companion
ShortDef
a companion
Debugging
Headword:
συνοπαδός
Headword (normalized):
συνοπαδός
Headword (normalized/stripped):
συνοπαδος
IDX:
85426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85427
Key:
Data
{'content': 'a companion'}