Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
συνομόνοια
View word page
συνόμιλος
living with, an associate
ShortDef
living with, an associate
Debugging
Headword:
συνόμιλος
Headword (normalized):
συνόμιλος
Headword (normalized/stripped):
συνομιλος
IDX:
85407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85408
Key:
Data
{'content': 'living with, an associate'}