Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
View word page
συνομιλητής
companion
ShortDef
companion
Debugging
Headword:
συνομιλητής
Headword (normalized):
συνομιλητής
Headword (normalized/stripped):
συνομιλητης
IDX:
85405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85406
Key:
Data
{'content': 'companion'}