Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
View word page
συνομῆλιξ
a comrade
ShortDef
a comrade
Debugging
Headword:
συνομῆλιξ
Headword (normalized):
συνομῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
συνομηλιξ
IDX:
85401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85402
Key:
Data
{'content': 'a comrade'}