Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
View word page
συνομαρτέω
to follow along with, attend on

ShortDef

to follow along with, attend on

Debugging

Headword:
συνομαρτέω
Headword (normalized):
συνομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
συνομαρτεω
IDX:
85396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85397
Key:

Data

{'content': 'to follow along with, attend on'}