Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνολισθάνω
συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
View word page
συνομαλύνω
to make quite level

ShortDef

to make quite level

Debugging

Headword:
συνομαλύνω
Headword (normalized):
συνομαλύνω
Headword (normalized/stripped):
συνομαλυνω
IDX:
85395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85396
Key:

Data

{'content': 'to make quite level'}