Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοκλάζω
συνόκτω
συνοκωχή
συνολισθάνω
συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
View word page
σύνολος
all together

ShortDef

all together

Debugging

Headword:
σύνολος
Headword (normalized):
σύνολος
Headword (normalized/stripped):
συνολος
IDX:
85392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85393
Key:

Data

{'content': 'all together'}