Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοίχομαι
συνοκλάζω
συνόκτω
συνοκωχή
συνολισθάνω
συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομῆλιξ
View word page
συνολολύζω
to raise a loud cry together

ShortDef

to raise a loud cry together

Debugging

Headword:
συνολολύζω
Headword (normalized):
συνολολύζω
Headword (normalized/stripped):
συνολολυζω
IDX:
85391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85392
Key:

Data

{'content': 'to raise a loud cry together'}