Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοιστός
συνοίχομαι
συνοκλάζω
συνόκτω
συνοκωχή
συνολισθάνω
συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
View word page
συνολμοκοπέω
bray in a mortar together
ShortDef
bray in a mortar together
Debugging
Headword:
συνολμοκοπέω
Headword (normalized):
συνολμοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
συνολμοκοπεω
IDX:
85390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85391
Key:
Data
{'content': 'bray in a mortar together'}