Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοίσειν
συνοιστός
συνοίχομαι
συνοκλάζω
συνόκτω
συνοκωχή
συνολισθάνω
συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
View word page
συνόλλυμι
to destroy together

ShortDef

to destroy together

Debugging

Headword:
συνόλλυμι
Headword (normalized):
συνόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
συνολλυμι
IDX:
85389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85390
Key:

Data

{'content': 'to destroy together'}