Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοίομαι
συνοίσειν
συνοιστός
συνοίχομαι
συνοκλάζω
συνόκτω
συνοκωχή
συνολισθάνω
συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
View word page
σύνολκος
drawn together

ShortDef

drawn together

Debugging

Headword:
σύνολκος
Headword (normalized):
σύνολκος
Headword (normalized/stripped):
συνολκος
IDX:
85388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85389
Key:

Data

{'content': 'drawn together'}