Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοιμώζω
συνοίομαι
συνοίσειν
συνοιστός
συνοίχομαι
συνοκλάζω
συνόκτω
συνοκωχή
συνολισθάνω
συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
View word page
συνολκόομαι
to be displaced at the same time
ShortDef
to be displaced at the same time
Debugging
Headword:
συνολκόομαι
Headword (normalized):
συνολκόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνολκοομαι
IDX:
85387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85388
Key:
Data
{'content': 'to be displaced at the same time'}