Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοικιστήρ
συνοικιστής
συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσποτία
συνοικοδομέω
συνοικονομέω
σύνοικος
συνοικουρέω
συνοικουρία
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοιμώζω
συνοίομαι
συνοίσειν
συνοιστός
συνοίχομαι
συνοκλάζω
συνόκτω
συνοκωχή
συνολισθάνω
View word page
συνοικτίζω
to have compassion on

ShortDef

to have compassion on

Debugging

Headword:
συνοικτίζω
Headword (normalized):
συνοικτίζω
Headword (normalized/stripped):
συνοικτιζω
IDX:
85375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85376
Key:

Data

{'content': 'to have compassion on'}