Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοικία
συνοικιάζω
συνοικίζω
συνοικισία
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικιστής
συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσποτία
συνοικοδομέω
συνοικονομέω
σύνοικος
συνοικουρέω
συνοικουρία
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοιμώζω
συνοίομαι
συνοίσειν
View word page
συνοικοδομέω
to build together

ShortDef

to build together

Debugging

Headword:
συνοικοδομέω
Headword (normalized):
συνοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
συνοικοδομεω
IDX:
85369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85370
Key:

Data

{'content': 'to build together'}