Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοίκια
συνοικία
συνοικιάζω
συνοικίζω
συνοικισία
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικιστής
συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσποτία
συνοικοδομέω
συνοικονομέω
σύνοικος
συνοικουρέω
συνοικουρία
συνοίκουρος
View word page
συνοικισμός
a living together, marriage; union into one city state
ShortDef
a living together, marriage; union into one city state
Debugging
Headword:
συνοικισμός
Headword (normalized):
συνοικισμός
Headword (normalized/stripped):
συνοικισμος
IDX:
85364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85365
Key:
Data
{'content': 'a living together, marriage; union into one city state'}