Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοίκια
συνοικία
συνοικιάζω
συνοικίζω
συνοικισία
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικιστής
συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσποτία
συνοικοδομέω
συνοικονομέω
σύνοικος
συνοικουρέω
συνοικουρία
View word page
συνοίκισις
union with the capital

ShortDef

union with the capital

Debugging

Headword:
συνοίκισις
Headword (normalized):
συνοίκισις
Headword (normalized/stripped):
συνοικισις
IDX:
85363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85364
Key:

Data

{'content': 'union with the capital'}