Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοίκια
συνοικία
συνοικιάζω
συνοικίζω
συνοικισία
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικιστής
συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσποτία
συνοικοδομέω
συνοικονομέω
View word page
συνοικιάζω
enlarge a house

ShortDef

enlarge a house

Debugging

Headword:
συνοικιάζω
Headword (normalized):
συνοικιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνοικιαζω
IDX:
85360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85361
Key:

Data

{'content': 'enlarge a house'}