Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιάω
ἀντιβάδην
ἀντιβαδίζω
ἀντιβαιβάζω
ἀντιβαίνω
ἀντιβάλλω
ἀντιβαρνικί
ἀντιβασιλεύς
ἀντιβασιλεύω
ἀντίβασις
ἀντιβαστάζω
ἀντιβάτης
ἀντιβατικός
ἀντιβιάζομαι
ἀντιβιβλίον
ἀντιβιβρώσκω
ἀντιβίην
ἀντίβιος
ἀντιβλάπτω
ἀντιβλασφημέω
ἀντιβλεπτέον
View word page
ἀντιβαστάζω
support, prop

ShortDef

support, prop

Debugging

Headword:
ἀντιβαστάζω
Headword (normalized):
ἀντιβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
αντιβασταζω
IDX:
8535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8536
Key:

Data

{'content': 'support, prop'}