Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοίκια
συνοικία
συνοικιάζω
συνοικίζω
συνοικισία
συνοίκισις
συνοικισμός
View word page
συνοίκημα
that with which one lives, a housefellow
ShortDef
that with which one lives, a housefellow
Debugging
Headword:
συνοίκημα
Headword (normalized):
συνοίκημα
Headword (normalized/stripped):
συνοικημα
IDX:
85354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85355
Key:
Data
{'content': 'that with which one lives, a housefellow'}