Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοίκια
συνοικία
συνοικιάζω
συνοικίζω
συνοικισία
συνοίκισις
View word page
συνοικέω
to dwell together

ShortDef

to dwell together

Debugging

Headword:
συνοικέω
Headword (normalized):
συνοικέω
Headword (normalized/stripped):
συνοικεω
IDX:
85353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85354
Key:

Data

{'content': 'to dwell together'}