Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος2
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοίκια
συνοικία
συνοικιάζω
View word page
συνοικειόω
to bind together as friends
ShortDef
to bind together as friends
Debugging
Headword:
συνοικειόω
Headword (normalized):
συνοικειόω
Headword (normalized/stripped):
συνοικειοω
IDX:
85350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85351
Key:
Data
{'content': 'to bind together as friends'}