Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος2
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
View word page
σύνοιδα
to share in knowledge, be cognisant of

ShortDef

to share in knowledge, be cognisant of

Debugging

Headword:
σύνοιδα
Headword (normalized):
σύνοιδα
Headword (normalized/stripped):
συνοιδα
IDX:
85347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85348
Key:

Data

{'content': 'to share in knowledge, be cognisant of'}