Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος2
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
View word page
συνόζω
smell
ShortDef
smell
Debugging
Headword:
συνόζω
Headword (normalized):
συνόζω
Headword (normalized/stripped):
συνοζω
IDX:
85346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85347
Key:
Data
{'content': 'smell'}