Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος2
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέω
συνοίκημα
View word page
συνοδυνάομαι
suffer pain with

ShortDef

suffer pain with

Debugging

Headword:
συνοδυνάομαι
Headword (normalized):
συνοδυνάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοδυναομαι
IDX:
85344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85345
Key:

Data

{'content': 'suffer pain with'}