Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνόδευσις
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος2
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
View word page
συνοδοπανσέληνος
conjunction

ShortDef

conjunction

Debugging

Headword:
συνοδοπανσέληνος
Headword (normalized):
συνοδοπανσέληνος
Headword (normalized/stripped):
συνοδοπανσεληνος
IDX:
85340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85341
Key:

Data

{'content': 'conjunction'}