Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος2
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
View word page
συνοδοιπόρος
a fellow-traveller

ShortDef

a fellow-traveller

Debugging

Headword:
συνοδοιπόρος
Headword (normalized):
συνοδοιπόρος
Headword (normalized/stripped):
συνοδοιπορος
IDX:
85338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85339
Key:

Data

{'content': 'a fellow-traveller'}