Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύννυμφος
συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος2
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
View word page
συνοδοιπορία
a travelling together

ShortDef

a travelling together

Debugging

Headword:
συνοδοιπορία
Headword (normalized):
συνοδοιπορία
Headword (normalized/stripped):
συνοδοιπορια
IDX:
85337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85338
Key:

Data

{'content': 'a travelling together'}