Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύννομος
σύννομος2
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
View word page
συνοδεύω
to travel in company

ShortDef

to travel in company

Debugging

Headword:
συνοδεύω
Headword (normalized):
συνοδεύω
Headword (normalized/stripped):
συνοδευω
IDX:
85331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85332
Key:

Data

{'content': 'to travel in company'}