Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος2
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
View word page
συνόδευσις
travelling in company

ShortDef

travelling in company

Debugging

Headword:
συνόδευσις
Headword (normalized):
συνόδευσις
Headword (normalized/stripped):
συνοδευσις
IDX:
85330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85331
Key:

Data

{'content': 'travelling in company'}