Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συννομίζω
συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος2
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
συνοδοντίς
View word page
συνογκόομαι
to be swollen together

ShortDef

to be swollen together

Debugging

Headword:
συνογκόομαι
Headword (normalized):
συνογκόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνογκοομαι
IDX:
85329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85330
Key:

Data

{'content': 'to be swollen together'}