Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συννοητικός
σύννοια
συννομέομαι
συννομεύς
συννομή
συννομίζω
συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος2
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
View word page
συννοσέω
to be sick
ShortDef
to be sick
Debugging
Headword:
συννοσέω
Headword (normalized):
συννοσέω
Headword (normalized/stripped):
συννοσεω
IDX:
85324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85325
Key:
Data
{'content': 'to be sick'}