Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συννοέω
συννοητέος
συννοητικός
σύννοια
συννομέομαι
συννομεύς
συννομή
συννομίζω
συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος2
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδεύω
συνοδηγός
View word page
σύννομος2
lawful, regular

ShortDef

feeding together, gregarious
lawful, regular

Debugging

Headword:
σύννομος2
Headword (normalized):
σύννομος
Headword (normalized/stripped):
συννομος2
IDX:
85322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85323
Key:

Data

{'content': 'lawful, regular'}