Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συννικάω
συννοέω
συννοητέος
συννοητικός
σύννοια
συννομέομαι
συννομεύς
συννομή
συννομίζω
συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος2
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδεύω
View word page
σύννομος
feeding together, gregarious

ShortDef

feeding together, gregarious
lawful, regular

Debugging

Headword:
σύννομος
Headword (normalized):
σύννομος
Headword (normalized/stripped):
συννομος
IDX:
85321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85322
Key:

Data

{'content': 'feeding together, gregarious'}