Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συννήθω
σύννησις
συννήχομαι
συννικάω
συννοέω
συννοητέος
συννοητικός
σύννοια
συννομέομαι
συννομεύς
συννομή
συννομίζω
συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος2
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συνογκάομαι
View word page
συννομή
a feeding together, joint pasture

ShortDef

a feeding together, joint pasture

Debugging

Headword:
συννομή
Headword (normalized):
συννομή
Headword (normalized/stripped):
συννομη
IDX:
85318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85319
Key:

Data

{'content': 'a feeding together, joint pasture'}