Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συννεύρωσις
σύννευσις
συννεύω
συννέφεια
συννέφελος
συννεφέω
συννεφής
συννέφω
συννέω
συννέω2
συννεωτερίζω
συννήθω
σύννησις
συννήχομαι
συννικάω
συννοέω
συννοητέος
συννοητικός
σύννοια
συννομέομαι
συννομεύς
View word page
συννεωτερίζω
join in innovation

ShortDef

join in innovation

Debugging

Headword:
συννεωτερίζω
Headword (normalized):
συννεωτερίζω
Headword (normalized/stripped):
συννεωτεριζω
IDX:
85307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85308
Key:

Data

{'content': 'join in innovation'}