Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύννευμα
συννεύρωσις
σύννευσις
συννεύω
συννέφεια
συννέφελος
συννεφέω
συννεφής
συννέφω
συννέω
συννέω2
συννεωτερίζω
συννήθω
σύννησις
συννήχομαι
συννικάω
συννοέω
συννοητέος
συννοητικός
σύννοια
συννομέομαι
View word page
συννέω2
to swim together

ShortDef

to pile or heap together, heap up
to swim together

Debugging

Headword:
συννέω2
Headword (normalized):
συννέω
Headword (normalized/stripped):
συννεω2
IDX:
85306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85307
Key:

Data

{'content': 'to swim together'}