Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιάς
Ἀντιάτης
ἀντιαττικιστής
ἀντιαχάτης
ἀντιαχέω
ἀντιάχω
ἀντιάω
ἀντιβάδην
ἀντιβαδίζω
ἀντιβαιβάζω
ἀντιβαίνω
ἀντιβάλλω
ἀντιβαρνικί
ἀντιβασιλεύς
ἀντιβασιλεύω
ἀντίβασις
ἀντιβαστάζω
ἀντιβάτης
ἀντιβατικός
ἀντιβιάζομαι
ἀντιβιβλίον
View word page
ἀντιβαίνω
to go against, withstand, resist

ShortDef

to go against, withstand, resist

Debugging

Headword:
ἀντιβαίνω
Headword (normalized):
ἀντιβαίνω
Headword (normalized/stripped):
αντιβαινω
IDX:
8529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8530
Key:

Data

{'content': 'to go against, withstand, resist'}