Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνιππία
σύνιππος
συνίπταμαι
συνισθμίζω
συνισόομαι
συνίστημι
συνιστορέω
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχυρίζω
συνίσχω
συνιτικός
συνιχνεύω
Συνναδικός
σύνναιος
συνναίω
σύνναος
συννάσσω
συνναυαγέω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
View word page
συνίσχω
to be afflicted

ShortDef

to be afflicted

Debugging

Headword:
συνίσχω
Headword (normalized):
συνίσχω
Headword (normalized/stripped):
συνισχω
IDX:
85277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85278
Key:

Data

{'content': 'to be afflicted'}