Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνίππευσις
συνιππεύω
συνιππία
σύνιππος
συνίπταμαι
συνισθμίζω
συνισόομαι
συνίστημι
συνιστορέω
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχυρίζω
συνίσχω
συνιτικός
συνιχνεύω
Συνναδικός
σύνναιος
συνναίω
σύνναος
View word page
συνιστορέω
know together
ShortDef
know together
Debugging
Headword:
συνιστορέω
Headword (normalized):
συνιστορέω
Headword (normalized/stripped):
συνιστορεω
IDX:
85273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85274
Key:
Data
{'content': 'know together'}