Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνιπόω
συνιππάζομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνίππευσις
συνιππεύω
συνιππία
σύνιππος
συνίπταμαι
συνισθμίζω
συνισόομαι
συνίστημι
συνιστορέω
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχυρίζω
συνίσχω
συνιτικός
συνιχνεύω
Συνναδικός
σύνναιος
View word page
συνισόομαι
to be or be made identical
ShortDef
to be or be made identical
Debugging
Headword:
συνισόομαι
Headword (normalized):
συνισόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνισοομαι
IDX:
85271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85272
Key:
Data
{'content': 'to be or be made identical'}