Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνιερεύς
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικμάζομαι
συνικνέομαι
συνίκω
συνίλλω
συνιπόω
συνιππάζομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνίππευσις
συνιππεύω
συνιππία
View word page
συνικμάζομαι
get wetted
ShortDef
get wetted
Debugging
Headword:
συνικμάζομαι
Headword (normalized):
συνικμάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνικμαζομαι
IDX:
85257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85258
Key:
Data
{'content': 'get wetted'}