Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνιεράομαι
συνιερεύς
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικμάζομαι
συνικνέομαι
συνίκω
συνίλλω
συνιπόω
συνιππάζομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνίππευσις
συνιππεύω
View word page
συνικετεύω
supplicate together with

ShortDef

supplicate together with

Debugging

Headword:
συνικετεύω
Headword (normalized):
συνικετεύω
Headword (normalized/stripped):
συνικετευω
IDX:
85256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85257
Key:

Data

{'content': 'supplicate together with'}