Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερεύς
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικμάζομαι
συνικνέομαι
συνίκω
συνίλλω
συνιπόω
συνιππάζομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
View word page
συνίζω
to sit together, to hold a sitting; to collapse
ShortDef
to sit together, to hold a sitting; to collapse
Debugging
Headword:
συνίζω
Headword (normalized):
συνίζω
Headword (normalized/stripped):
συνιζω
IDX:
85254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85255
Key:
Data
{'content': 'to sit together, to hold a sitting; to collapse'}