Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερεύς
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικμάζομαι
συνικνέομαι
συνίκω
View word page
συνιεροποιέω
join in sacrifice with

ShortDef

join in sacrifice with

Debugging

Headword:
συνιεροποιέω
Headword (normalized):
συνιεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
συνιεροποιεω
IDX:
85249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85250
Key:

Data

{'content': 'join in sacrifice with'}