Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνθύτης
συνθύω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερεύς
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικμάζομαι
View word page
συνιερεύς
a fellow-priest
ShortDef
a fellow-priest
Debugging
Headword:
συνιερεύς
Headword (normalized):
συνιερεύς
Headword (normalized/stripped):
συνιερευς
IDX:
85247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85248
Key:
Data
{'content': 'a fellow-priest'}