Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθυσιάζω
συνθυσιαστής
συνθύτης
συνθύω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερεύς
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
View word page
συνίδρωσις
excessive perspiration

ShortDef

excessive perspiration

Debugging

Headword:
συνίδρωσις
Headword (normalized):
συνίδρωσις
Headword (normalized/stripped):
συνιδρωσις
IDX:
85245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85246
Key:

Data

{'content': 'excessive perspiration'}