Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
συνθυσία
συνθυσιάζω
συνθυσιαστής
συνθύτης
συνθύω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερεύς
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
View word page
συνιατρεύω
to be an assistant-doctor

ShortDef

to be an assistant-doctor

Debugging

Headword:
συνιατρεύω
Headword (normalized):
συνιατρεύω
Headword (normalized/stripped):
συνιατρευω
IDX:
85241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85242
Key:

Data

{'content': 'to be an assistant-doctor'}