Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
συνθυσία
συνθυσιάζω
συνθυσιαστής
συνθύτης
συνθύω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερεύς
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
View word page
σύνθωκος
public seat
ShortDef
public seat
Debugging
Headword:
σύνθωκος
Headword (normalized):
σύνθωκος
Headword (normalized/stripped):
συνθωκος
IDX:
85239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85240
Key:
Data
{'content': 'public seat'}